- ἀχηνία
- ἀχηνίᾱ , ἀχηνίαneedfem nom/voc/acc dualἀχηνίᾱ , ἀχηνίαneedfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχηνία — ἀχηνία, η (Α) έλλειψη, ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχήν. Το ᾰ του τ. ᾰχηνία οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ᾰ στερητικού)] … Dictionary of Greek
ἀχηνίᾳ — ἀχηνίαι , ἀχηνία need fem nom/voc pl ἀχηνίᾱͅ , ἀχηνία need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχηνίαν — ἀχηνίᾱν , ἀχηνία need fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχηνίαις — ἀχηνία need fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχηνίῃ — ἀχηνία need fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ахинея — напыщенная, сумбурная речь, бессмыслица , укр. ахинея – то же. Семинарское слово, вероятнее всего, из греч. ἀθηναῖος афинский ; ср. ст. слав. аθинѣи ἀθηναῖος (Супр.), сербск. цслав. афиниискъ, откуда: ахинейская премудрость. Выражение могло быть… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера